- πολυμύελος
- -ον, Α(για οστό) αυτός που περιέχει πολύ μυελό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + μυελός (πρβλ. α-μύελος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυμύελα — πολυμύελος with much marrow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek